- φυσικοθεραπευτής
- οθηλ. -τρια γιατρός που εφαρμόζει τη φυσικοθεραπεία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσικοθεραπευτής — και παλ. τ. φυσιοθεραπευτής, ο, θηλ. φυσικοθεραπεύτρια και φυσιοθεραπεύτρια, Ν ειδικός στη φυσικοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός + θεραπευτής] … Dictionary of Greek
φυσιοθεραπευτής — ο, θηλ. φυσιοθεραπεύτρια, Ν (παλ. όρος) βλ. φυσικοθεραπευτής … Dictionary of Greek
φυσιολόγος — Βυζαντινό ποίημα, που γράφτηκε τον 13o αι. μ.Χ. Αποτελείται από 1131 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται δυο πεζά κομμάτια. Το έργο αυτό είναι ένα από τα κυριότερα της δημοτικής βυζαντινής παραγωγής … Dictionary of Greek
φυσιοθεραπευτής — ο θηλ. τρια φυσικοθεραπευτής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιολόγος — ο 1. επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με τη φυσιολογία (βλ. λ.). 2. (μερικές φορές) ο φυσικοθεραπευτής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)